- βέρεδος
- βέρεδος, ὁ, = Lat.A veredus, post-horse, Procop.Pers.2.20:—hence [full] βερεδάριος, ὁ, Id.Aed.5.3:—also written [full] βερηδάριος,
τί ἐστί ναύτης; θαλάσσης β. Secund.Sent.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τί ἐστί ναύτης; θαλάσσης β. Secund.Sent.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βέρεδος — και βέρηδος, ο (Μ) ταχυδρομικό άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο»] … Dictionary of Greek
βερέδοις — βέρεδος veredus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερέδους — βέρεδος veredus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέρεδον — βέρεδος veredus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερεδάριος — και βερηδάριος, ο (Μ) ο έφιππος ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέρεδος, βέρηδος ή, κατευθείαν, < λατ. veredarius ( ii) «έφιππος ταχυδρόμος» < veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο» (πρβλ. βέρεδος)] … Dictionary of Greek